- ξηρῶν
- ξηράfem gen plξηρόςdryfem gen plξηρόςdrymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin … Hofmann J. Lexicon universale
πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… … Dictionary of Greek
ARIDA Saginatio — apud Tertullian. de Pallio c. 4. Et lutea unctin et pulverea volutatio et arida saginatio: Viro maximo est ξηραλοιφὴ, Salmasio ξηροφαγία, quae Athletarum propria. Saginari autem de illis inprimis: Ita namque Curtius Dioxippum pugilem, saginati… … Hofmann J. Lexicon universale
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek
εκτεύς — ἑκτεύς, ο (Α) μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο τού μεδίμνου … Dictionary of Greek
ημικόριον — ἡμικόριον, τὸ (Α) μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κόρ ιον (< θ. κορ τού κόρος* + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
ημιμόδιον — ἡμιμόδιον, το (Α) μισό μόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μόδιο «μέτρο ξηρών καρπών»] … Dictionary of Greek